- περιφοίτησις
- περιφοίτ-ησις, εως, ἡ,A wandering about, Plu.Lys.20, Id.2.592d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφοίτησις — ήσεως, ἡ Α [περιφοιτώ] η περιπλάνηση … Dictionary of Greek
περιφοίτησιν — περιφοίτησις wandering about fem acc sg περιφοιτάω wander about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφοιτήσεως — περιφοιτήσεω̆ς , περιφοίτησις wandering about fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)